- δίγαμος
- bigamista (m) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
δίγαμος — married to two people masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγαμος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο πρώτος 2. αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο μετά τη διάλυση τού πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος … Dictionary of Greek
δίγαμος — η, ο αυτός που κάνει δεύτερο γάμο χωρίς διαζύγιο από τον πρώτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίγαμον — δίγαμος married to two people masc/fem acc sg δίγαμος married to two people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγάμοις — δίγαμος married to two people masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγάμου — δίγαμος married to two people masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγάμους — δίγαμος married to two people masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγάμων — δίγαμος married to two people masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγαμοι — δίγαμος married to two people masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
UNIVIRIA — apud Treb. Pollionem in Tito, c. 32. Huius uxor Calphurnia quam Maiores nostri univiriam Sacerdotem inter sacratissimas feminas adorârunt, cuius statuam in templo Veneris adhuc videmus etc. in Glossis Isidori, Unicuba dicitur, unius viri uxor, ἡ… … Hofmann J. Lexicon universale
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek